χάζου

χάζου
χάζομαι
cause to retire
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
χάζομαι
cause to retire
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
χάζω
cause to retire
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
χάζω
cause to retire
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαζομάρα — και χαζομάρα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός 2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).… …   Dictionary of Greek

  • χαζομάρα — χαζομάρα, η και χαζαμάρα, η 1. η ιδιότητα του χαζού, η ελαφρομυαλιά: Αυτό το έκανε από χαζομάρα. 2. λόγος ή πράξη χαζού: Όλο χαζομάρες κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”